- στολιστής
- στολιστήςchief ushermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στολιστής — ὁ, Α [στολίζω] ιερέας που στόλιζε τα αγάλματα τών θεών ή φύλαγε τις ιερατικές ενδυμασίες και τα ιερά σκεύη, αλλ. ιεροτελεστής ή ιεραπόστολος … Dictionary of Greek
στολισταί — στολιστής chief usher masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολιστήν — στολιστής chief usher masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολιστά — στολιστά̱ , στολιστής chief usher masc nom/voc/acc dual στολιστής chief usher masc voc sg στολιστής chief usher masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιβιοστολιστής — ἰβιοστολιστής, ὁ (Α) ο κατασκευαστής σαβάνων για ίβεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίβις, ιος + στολιστής] … Dictionary of Greek
ιεροστολιστής — ἱεροστολιστής, ὁ (Α) ιερόστολος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + στολιστής < στολίζω] … Dictionary of Greek
στολίζω — ΝΜΑ [στόλος / στολή] 1. διακοσμώ, κοσμώ, καλλωπίζω, ντύνω με ωραία ενδύματα και κοσμήματα (α. «στολίζουν τη νύφη» β. «νέον τινὰ στολίσαντες ὡς κόρην», Τζέτζ. γ. «τὸ ἀγαλμάτιον στολίζουσι καὶ κοσμοῡσι», Πλούτ.) 2. (το μεσοπαθ.) στολίζομαι α) φορώ… … Dictionary of Greek
στολιστεία — ἡ, Α [στολιστής] το αξίωμα τού στολιστού … Dictionary of Greek